- εξανάπτω
- και ξανάβω και ξανάφτω (AM έξανάπτω)1. ανάβω ζωηρή φλόγα, φουντώνω («ἧς δὴ μελείης καὶ πῡρ... ἐξανάπτεται», Ευστ.)2. μτφ. (για πάθος) ερεθίζω, φουντώνω, φλογίζω την ψυχή3. αναζωπυρώνω, αναζωογονώ4. παθ. γίνομαι ζωηρός, παράφορος, φλογερόςαρχ.1. αναρτώ, κρεμώ κάτι από κάπου («ἄγκυραν ἐξανῆπτον», Ευρ.)2. προσάπτω κάτι στον εαυτό μου («μὴ ἐξανάψῃ δύσκλειαν ἐς ἀεί», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.